Σα γέννημα- θρέμμα της πιο κιτς δεκαετίας (του ’80) στη
Σαλονίκη και με γιαγιά από τη Σμύρνη, μεγάλωσα με τον απόηχο της –ατάκας πλέον-
φράσης της γιαγιάς μου: «ΒΡΑΚΙ ΑΛΛΑΞΕΣ? Μη χρειαστεί να πας σε κάνα γιατρό και
γίνουμε ρεζίλι» - φράση την οποία άκουγα κάθε πρωί που έφευγα από το σπίτι και
την οποία η γιαγιά έπρεπε να φωνάζει από το ΜΠΑΛΚΟΝΙ, έτσι για να είναι σίγουρη
ότι έχει ακουστεί μέχρι τα σύνορα
Πήγαινα σχολείο με το κολατσιό από το σπίτι- ντροπήηηηηηηη,
που είχα τις χοντροφέτες από το σπιτικό ψωμί και το κασέρι – έτσι το λέμε εμείς
εδώ τυλιγμένα στο αλουμινόχαρτο, ενώ άλλα παιδιά πιο «ΙΝ» είχαν λεφτά για να
αγοράσουν από το κυλικείο τα συσκευασμένα σκουπίδια. Τώρα σκέφτομαι ότι θέλω να
κλείσω τα μάτια των παιδιών μου για να μη ζητάνε συνεχώς τέτοιες αηδίες, κι
ελπίζω όταν πάνε σχολείο να μην πετάνε το ασημί πακετάκι που θα τους δίνω από
το σπίτι στα σκουπίδια.
Είχαμε μια γειτόνισσα πολύ-πολύ αδύνατη και όταν τη
συναντούσαμε στο δρόμο της φωνάζαμε «Σκελετούλα, σ αγαπάω Σκελετούλα!» από το
τότε σουξέ του Δάντη. Τα καλοκαίρια ολόκληρη η γειτονιά μαζευόταν στο πάρκο,
αγοράζαμε σπόρια και σταφιδοστράγαλα (μπλιαχ) σε χωνάκια φτιαγμένα από
εφημερίδα, από έναν παππού με καρότσι που πουλούσε ξηρούς καρπούς,
γλειφιτζούρια κοκοράκι και τον αγαπημένο μου Καραγκιόζη στο πλαστικό καλαμάκι
με τη χρωματιστή τρούφα.
Έβλεπα Θάντερκατς και μάζευα τα χαρτάκια από τις τσίχλες
(όχι βρείτε μου έναν που να μην το έκανε) και θυμάμαι ότι το έδειχνε η ΕΡΤ2,
στις 10 το βράδυ και πριν ξεκινήσει έβαζε μήνυμα «Κινούμενα σχέδια για
μεγάλους» ή κάπως έτσι. Βασική προϋπόθεση για να το δω, ήταν να πιω όοοοοοοοολο
το γάλα μου με νέσκουικ, κι όταν το
έφτιαχνε ο μπαμπάς το έκανε πάντα καυτό και τσουρούφλιζα τη γλώσσα μου (και
πετούσα το μισό στο νεροχύτη) για να προλάβω.
Η Γαρμπή τραγουδούσε «σαν το γλυκό φαντασματάκι τριγυρνάς»,
η Γλυκερία «γιατί τα πεντοχίλιαρα δεν είναι πετσετάκια» και η Πίτσα «τώρα
τσάμπα καίει η λάμπα, τσάμπα σε θυμάμαι».
Τις Κυριακές τρώγαμε όλοι μαζί στο ΣΠΙΤΙ και στήνονταν
ατέλειωτες παρτίδες τάβλι που καταλήγανε πάντα σε συζητήσεις για τα πολιτικά,
την είσοδό μας στην ΕΟΚ και τελειώνανε με καβγά και χτύπημα της πόρτας
φεύγοντας.
Ο επιμένων ελληνικά πλήρωνε τα ξένα τσιγάρα παφ και τάλιρο,
πίναμε Batida De Coco στα κρυφά και ξεπερνούσαμε τους χωρισμούς με το Total Eclipse of the Heart.
Η δεκαετία του 80 ήταν μια δεκαετία με πολύ φάση, δικέ μου,
μια μεγάλη αρχή κι ένα μεγάλο τέλος. Κι εκεί που συζητώ με το δάσκαλο κι
αναπολούμε την αγαπημένη εκείνη εποχή (ο καθένας για τους δικούς του λόγους
μιας και μας χωρίζουν κοντά 40 χρόνια) και στρέφουμε (ως συνήθως) την κουβέντα στα
βιβλία, του λέω για το Χρόνη Μίσσιο που ανακάλυψα πριν λίγο μόλις καιρό και μου
ρχεται μια φάπα ξεγυρισμένη, που κουδούνισε το κεφάλι μου. «Το θεωρώ ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ
ότι έχεις διαβάσει Χρόνη Μίσσιο», μου λέει και αφρίζει ολόκληρος.
Ποιος είναι ο Χρόνης? (ναι, λέμε «είναι» και λέμε και
«Χρόνης», τώρα πια). Ο Χρόνης λοιπόν είναι ένας γλυκύτατος άνθρωπος, που πήγε
σχολείο μόνο μέχρι τη β’ δημοτικού και που πέρασε όλα του τα χρόνια
μπαινοβγαίνοντας στις φυλακές και την εξορία. Ο δάσκαλος όποτε μιλάει για
εκείνον δακρύζει κι εγώ όποτε τον διαβάζω ανατριχιάζω.
Το πρώτο του βιβλίο, «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» , ένα
αφήγημα 200 σελίδων γεμάτο βιώματα από διώξεις, συλλήψεις, καταδίκες και
βασανιστήρια, έγινε σύνθημα ολόκληρης δεκαετίας και αγαπήθηκε όσο λίγα με την
άμεση λαϊκή γραφή του. Χαρακτηρίζεται ως μεγάλος φιλόσοφος της νεότερης Ελλάδας
και αποδεικνύει ότι η πνευματική καλλιέργεια και το ήθος του ανθρώπου δεν
πιστοποιείται από τα πτυχία. Το βιβλίο κυκλοφορεί και μπαίνει στη λίστα με τους
τίτλους που ΠΡΕΠΕΙ να έχουμε όλοι διαβάσει.
Lola Cathrine