Καλοκαιρινή
ιστορία καταστροφής για σήμερα, Π.Γ. και Π.Μ. (προ γάμου και προ μητρότητος. Από
εκείνες τις χρυσές εποχές που τα ζευγάρια αντάλλαζαν μόνο σωματικά υγρά, άντε
και καμιά πληροφορία ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος, όπως τι εσώρουχα φοράς σήμερα, πόσες
τρύπες έχει το φλάουτο και πού θα γίνουμε τύφλα απόψε.
Από
εκείνες τις πάλαι ποτέ δόξες που δεν είχαμε ξεχειλώσει και η ραγάδα νομίζαμε
ότι ήταν επαρχία της Νεβάδα, δεν ψάχναμε μαγιό μεγέθους 10XL
στη νιοστή για να
τυλιχτούμε σαν υπερτροφικές χρυσαλίδες, αλλά που αγοράζαμε τα μπραζίλ και τα
πετσοκόβαμε για να φανεί ακόμα περισσότερο ο κώλος που αγνάντευε το απέραντο
σύμπαν και τολμούσαμε να λιαστούμε τόπλες. Κάπου στα είκοσι και κάτι.
Μιλάμε
για τα ακόμα φραγκάτα καλοκαίρια της Ελλάδας, σε παραλία γεμάτη beach bar
και καφέ ασφυκτικά
γεμάτα από πιπίνια που βιάζονταν να μεγαλώσουν και να ξεσαλώσουν από τα 13 τους
και στα 25 έτρωγες πόρτα γιατί ήσουν ραμολί.
Οι κοινοί θνητοί ταλαίπωροι (που εμείς δε θα
γινόμασταν ποτέ) παχουλοί, αγύμναστοι, ηλικιωμένοι, κουρασμένοι πατεράδες και
μάνες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης που κυνηγούσαν πιτσιρίκια που ουρλιάζουν και
που μπορούν να σου πάρουν το σκαλπ σε ανύποπτο χρόνο με τα φρίσμπι (ποιος
ηλίθιος ανακάλυψε τα φρίσμπι? ), βρίσκονταν διάσπαρτοι ανάμεσα στα τεκνά με τους
κοιλιακούς φέτες που παίζανε ρακέτες και τις δίμετρες καλλονές που ξεπατώνονταν
παίζοντας beach
volley
και τους
σνομπάραμε σαν να ταν στραβοχυμένες κουτσουλιές .
Mακριά
από μας (και να που ο τροχός γυρίζει – αν μου πείτε αυτά να τα κάνω
τώρα και να χτυπιέμαι με τις ρακέτες τσάκα τσούκα και να μπεκρουλιάζω υπό την
κάψα του μεσημεριανού ήλιου θα λιποθυμίσω επιτόπου)
Έχοντας
εξαντληθεί από τα μακροβούτια και τα τσαλαβούτια με την παρέα έτερων
εικοσάρηδων, είμαστε λιωμένοι πάνω στις ξαπλώστρες και καθώς την έχουμε
ψιλοακούσει που λένε από τα απανωτά gordons space
(αυτά τα άθλια
λεμονοειδή που πίνω-πίνω-και-δε-με-πιάνει κι όταν σηκώνεσαι πηγαίνεις σαν τον
Τζακ Σπάροου τραγουδώντας όχι γιο-χο-χο αλλά σουρωμένος θα ρθω πάλι στην παλιά
μας γειτονιά), μας έχει πάρει ο ύπνος.
Κάτω από τη διπλανή ομπρέλα ένας υπέρβαρος κύριος έχει βάλει τη μία ξαπλώστρα πάνω στην άλλη για να αντέξει το βάρος του κι έχουν θαφτεί σχεδόν, οπότε μοιάζει να είναι ξαπλωμένος στην άμμο έτσι κι αλλιώς. Έχει ένα ρομβοειδές κεφάλι με δυο τούφες μαλλιά πάνω απ τα αυτιά και μία στο κέντρο (τον ξέρετε το Γιόντα? ), ροχαλίζει με την Αποκάλυψη (του Ιωάννη, μάλιστα) να ανεβοκατεβαίνει στην κοιλιά του και κάθε τόσο η μεσαία φούντα που προφανώς είναι ποστίς (περουκίνι, μαλλί μποτζέκ, κακαλί μαλλία, πώς το λένε - μετακινείται μια εδώ μια εκεί από το summer breeze που έχει αρχίσει να δυναμώνει επικίνδυνα και καταλήγει σε ένα από αυτά τα γνωστά μπουρίνια που τα παίρνουν όλα και τα σηκώνουν.
Οι
περισσότεροι τρέχουν πανικόβλητοι να μαζέψουν ό,τι προλάβουν, ενώ οι πιο
γενναίοι (ή οι σουρωμένοι σαν και μας) δεν κουνάνε βλέφαρο και συνεχίζουν τον
ύπνο το μακάριο και τις βούτες ενώ από πάνω τους πετάνε σακούλες, ομπρέλες,
σαγιονάρες, χεσμένες πάνες, μπρατσάκια κι ένας φουσκωτός κροκόδειλος τρία
μέτρα.
Σε λιγότερο
από τρία λεπτά, η φύση έχει ηρεμήσει και όλα επανέρχονται στο ρυθμό τους, κι αν
εξαιρέσεις μερικές απώλειες και μερική μόλυνση του περιβάλλοντος, όλα είναι
όπως πριν. Η μουσική παίζει, τα φρίσμπι παίρνουν σκαλπ, τα μπαλάκια πέφτουν
πάνω στον κόσμο, άλλοι τρώνε, άλλοι κοιμούνται και ούτω καθεξής.
Απ’
ότι φαίνεται το ποστίς του κυρίου δίπλα (που δεν έχει πάρει χαμπάρι το τι
συνέβη) αφού πέταξε και ξαναπέταξε και γύρισε τον κόσμο όλο, επέστρεψε και
προσγειώθηκε εν τέλει επάνω μου, εκεί που δε θα πρεπε να έχει πέσει ποτέ. Καταλαβαίνω μια
αναστάτωση γύρω μου, οι υπόλοιποι της παρέας έχουν πέσει από τις ξαπλώστρες
γελώντας, ξυπνάει και ο Γιόντα δίπλα, ενώ ένα πιτσιρίκι που κρατάει μια απόχη
δείχνει με το χέρι του ΕΚΕΙ και φωνάζει ΜΝΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ! ΜΝΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!
Και σε λίγο μαζεύονται εξαγριωμένοι γονείς κι αναρωτιέμαι πόση ώρα θα κάνει το Ηθών να φτάσει και να με μπουζουριάσει.
Ο
κύριος Αποκάλυψη έχει την Αποκάλυψη στο κεφάλι του κι έρχεται προς εμένα κι
αφού είναι πια σίγουρο ότι δε θα τη βγάλουμε καθαρή σήμερα (γιατί μάλλον
νομίζει ότι του το πήραμε στον ύπνο του κι άντε να εξηγήσεις ότι πριν λίγο
έγινε η Δευτέρα Παρουσία κι αυτός την έχασε) , παίρνω την απόχη του μικρού που
εξακολουθεί να τσιρίζει και με το τσιγκέλι καμακώνω (ζαμακώνω λένε στο Πήλιο) το
πράμα και το φουντάρω μαζί με την απόχη μέσα στη θάλασσα και φεύγουμε
τρέχοντας.
Αν
ποτέ συναντήσετε ένα μαλλιαρό thingy
στη θάλασσα, μη φοβηθείτε. Τα μπουκάλια με τα
μηνύματα μπορεί να πλέουν δεκαετίες μέχρι να φτάσουν κάπου, γιατί όχι και τα
περουκίνια.
Θα σας
προτείνω (όχι την Αποκάλυψη) να διαβάσετε τη
μυθολογία του Τσιφόρου. Ή οτιδήποτε από Τσιφόρο. Θα τον λατρέψετε! Κι αυτό για
τους νεότερους το λέω (κι αναρωτιέμαι γιατί δεν τον διδάσκουν στα σχολεία).
«Νάσου
μια μέρα και φτάνει ένα καράβι, που να μην έφτανε. Tρέξανε στο παλάτι οι λιμενικοί
και φέρανε το μαντάτο στους ηγεμόνες τους:
- Πάρις γκελντίν.
- Tι λέτε, μωρέ;
- Ήρθ' ο Πάρις.
- Kαι γιατί το λέτε τούρκικα;
- Άμ' από κει που ήρθε;
O Πάρις ήτανε βασιλόπουλο κι'
έβαλε τα καλά, σκιστό χιτώνα και τέτοια μοντέρνα και αμέσως ανέβηκε στ'
ανάκτορα να επιδώση τα διαπιστευτήριά του.
Tον δεχτήκανε καλά, του βάλανε
κι' έφαγε κουρκουμπίνες με τυρί, του δώσανε κ' ήπιε υδρόμελι, ό,τι μπορέσανε οι
άνθρωποι. Tούτο
δω το παιδί ήτανε πολύ τζαναμπέτικο πλάσμα. Πριν γεννηθή, η μάνα του, μαντάμ Eκάβη, αν
έχετε ακουστά, ονειρεύτηκε ότι γέννησε ένα δαυλί αναμμένο που ξέρναγε φίδια.
Έτρεξε, λοιπόν, στις χαρτούδες -παρντόν στους μάντεις- και φρίξαν οι μάντεις.
- Eίδατε τοιούτον όναρ;
- Γιες, μα το θεό.
- Έτσι και το βγάλεις, σκότωστο.
- Tο πιδί;
- Mωρέ σκότωστο που σου λέμε
μεις.»
Αποθέωση!
Καλημέρες!!
Lola Cathrine
http://lolacathrine.blogspot.gr/2015/06/blog-post_18.htmlLola Cathrine